τσούχτρα — η, Ν 1. είδος μικρού εντόμου, τού οποίου το δάγκωμα προκαλεί τσούξιμο 2. κοινή ονομασία σκυφοζώων που ανήκουν στην υφομοταξία σκυφομέδουσες και τα οποία, όταν τά αγγίξει κανείς, προκαλούν οδυνηρό κνησμό και ερύθημα 3. μτφ. (για πρόσ.) δηκτικός,… … Dictionary of Greek
αλιπλεύμων — ἁλιπλεύμων, ο (Α) το υδρόζωο πλεύμων, μέδουσα, τσούχτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * + πλεύμων «μέδουσα»] … Dictionary of Greek
κεντητής — ο, θηλ. κεντήστρα και κεντήτρα και κεντήτρια και κεντίστρα (ΑΜ κεντητής) [κεντώ] νεοελλ. 1. τεχνίτης που ασκεί την τέχνη τού κεντήματος 2. το θηλ. κεντήστρα α) γυναίκα που συνήθως κατ επάγγελμα ασχολείται με το κέντημα β) μτφ. γυναίκα που έχει… … Dictionary of Greek
τσουκνίδα — Πολυετής πόα, γνωστή επιστημονικά ως ουρτίκη η δίοικος. Φυτρώνει μόνη τους σε χέρσους τόπους, και στις άκρες των δρόμων, σε όλη την Ελλάδα, και ανήκει στην οικογένεια των ουρτικιδών (δικοτυλήδονα). Έχει ρίζωμα που έρπει και βλαστό όρθιο,… … Dictionary of Greek
τσουχτερός — ή, ό, Ν 1. αυτός που επιφέρει καυστικό πόνο, τσούξιμο 2. δριμύς, διαπεραστικός («τσουχτερό κρύο») 3. μτφ. δηκτικός («τσουχτερά λόγια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσουξ τού αορ. έ τσουξ α τού τζούζω (πρβλ. τσούχτρα) + κατάλ. ερός (πρβλ. καυτ ερός)] … Dictionary of Greek
ακαλήφες — Οι υδρομέδουσες. Άλλες έχουν σχήμα δίσκου, άλλες καμπάνας και άλλες σωληνωτό. Το σώμα τους έχει χρώμα γαλάζιο και τα πεπτικά όργανα τους αποτελούνται από λεπτές κλωστές, που βρίσκονται μέσα στη γαστρική κοιλότητά τους και ονομάζονται γαστρικές… … Dictionary of Greek
ακαλήφη — η η τσούχτρα (θαλάσσιο ζώο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαλασσομάνα — η ζώο της θάλασσας, τσούχτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)