τσούχτρα

τσούχτρα
η
1. έντομο που το τσίμπημά του προξενεί καυστικό πόνο.
2. το θαλασσινό ζώο ακαλήφη, η γλοιώδης μέδουσα των ελληνικών θαλασσών, η τσουλούφα, η θαλασσομάνα.
3. μτφ., άνθρωπος πειραχτικός, δηκτικός, σαρκαστής: Τι τσούχτρα είναι, τον στενοχώρησε τον άνθρωπο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσούχτρα — η, Ν 1. είδος μικρού εντόμου, τού οποίου το δάγκωμα προκαλεί τσούξιμο 2. κοινή ονομασία σκυφοζώων που ανήκουν στην υφομοταξία σκυφομέδουσες και τα οποία, όταν τά αγγίξει κανείς, προκαλούν οδυνηρό κνησμό και ερύθημα 3. μτφ. (για πρόσ.) δηκτικός,… …   Dictionary of Greek

  • αλιπλεύμων — ἁλιπλεύμων, ο (Α) το υδρόζωο πλεύμων, μέδουσα, τσούχτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * + πλεύμων «μέδουσα»] …   Dictionary of Greek

  • κεντητής — ο, θηλ. κεντήστρα και κεντήτρα και κεντήτρια και κεντίστρα (ΑΜ κεντητής) [κεντώ] νεοελλ. 1. τεχνίτης που ασκεί την τέχνη τού κεντήματος 2. το θηλ. κεντήστρα α) γυναίκα που συνήθως κατ επάγγελμα ασχολείται με το κέντημα β) μτφ. γυναίκα που έχει… …   Dictionary of Greek

  • τσουκνίδα — Πολυετής πόα, γνωστή επιστημονικά ως ουρτίκη η δίοικος. Φυτρώνει μόνη τους σε χέρσους τόπους, και στις άκρες των δρόμων, σε όλη την Ελλάδα, και ανήκει στην οικογένεια των ουρτικιδών (δικοτυλήδονα). Έχει ρίζωμα που έρπει και βλαστό όρθιο,… …   Dictionary of Greek

  • τσουχτερός — ή, ό, Ν 1. αυτός που επιφέρει καυστικό πόνο, τσούξιμο 2. δριμύς, διαπεραστικός («τσουχτερό κρύο») 3. μτφ. δηκτικός («τσουχτερά λόγια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσουξ τού αορ. έ τσουξ α τού τζούζω (πρβλ. τσούχτρα) + κατάλ. ερός (πρβλ. καυτ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • ακαλήφες — Οι υδρομέδουσες. Άλλες έχουν σχήμα δίσκου, άλλες καμπάνας και άλλες σωληνωτό. Το σώμα τους έχει χρώμα γαλάζιο και τα πεπτικά όργανα τους αποτελούνται από λεπτές κλωστές, που βρίσκονται μέσα στη γαστρική κοιλότητά τους και ονομάζονται γαστρικές… …   Dictionary of Greek

  • ακαλήφη — η η τσούχτρα (θαλάσσιο ζώο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαλασσομάνα — η ζώο της θάλασσας, τσούχτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”